προχοΐδα

προχοΐδα
Όργανο απαραίτητο στα χημικά εργαστήρια για την ακριβή μέτρηση των όγκων. Αποτελείται από ένα γυάλινο σωλήνα κυλινδρικό, με αυστηρά σταθερή διάμετρο, επί του οποίου υπάρχει κλίμακα κυβικών εκατοστών και των δεκαδικών υποδιαιρέσεών τους. Ο όγκος της συνήθους π. είναι 25-50 κ. εκ. Για λεπτότερες μετρήσεις χρησιμοποιούνται οι μικροπροχοΐδες που έχουν κλίμακα μέχρι το εκατοστό του κυβικού εκατοστού. Στο κάτω μέρος ο σωλήνας κλείνεται με γυάλινη στρόφιγγα ή μετάλλινο σφιγκτήρα, ο οποίος ενεργεί σε τεμάχιο ελαστικού σωλήνα· η τελευταία περίπτωση εφαρμόζεται στις π. που χρησιμοποιούνται για τις αναλύσεις αλκαλοειδών. Για να αποφεύγονται σφάλματα κατά την ανάγνωση χρησιμοποιείται η π. τύπου Σέλμπαχ, που φέρει μια κάθετη γαλάζια γραμμή πάνω στον σωλήνα από γαλακτώδες γυαλί· το ύψος του υγρού διακρίνεται καθαρά από τον μηνίσκο που σχηματίζεται επάνω στη γαλάζια γραμμή. Σήμερα χρησιμοποιούνται π. αυτόματης πλήρωσης, από φιάλη των 1.000 κ. εκ.· η πλήρωση γίνεται με άντληση από τη φιάλη με τη βοήθεια αέρα. Η ακριβής ποσότητα του υγρού μέσα στην π. εξασφαλίζεται από μία οπή στο επιθυμητό ύψος, ώστε το επιπλέον υγρό να φεύγει και να επανέρχεται στη φιάλη. Προχοϊδα τύπου Σελμπαχ, προσαρμοσμένη σε θερμοστατικό μαγνητικό αναδευτή. Τμήμα της βαθμονομημένης κλίμακας στο οποίο διακρίνεται η γαλάζια γραμμή και ο μηνίσκος που δείχνει το ύψος του υγρού, κόβοντας τη μπλε γραμμή.
* * *
η / προχοΐς, -ίδος, ΝΑ
(στην αρχαιολ.) μικρή πρόχους
νεοελλ.
χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια κατά τη διεξαγωγή ογκομετρικών αναλύσεων για τη μέτρηση τού όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων
αρχ.
επίχυση, το να ρίχνει κανείς υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορων-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικροπροχοΐδα — η χημ. μικρή προχοΐδα ακριβείας, εφοδιασμένη με πολύ λεπτό στόμιο, το οποίο επιτρέπει την εκροή σταγόνων εξαιρετικά μικρού μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α΄ συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microburette (βλ. μικρ[ο] )] …   Dictionary of Greek

  • προχοΐς — ίδος, ἡ, Α βλ. προχοΐδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”